- κοσμητεία
- dekanlık
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
κοσμητεία — η (Α κοσμητεία) [κοσμητεύω] νεοελλ. το αξίωμα ή η χρονική διάρκεια τής αρχής τού κοσμήτορα αρχ. το αξίωμα τού κοσμητή … Dictionary of Greek
κοσμητεία — η το αξίωμα του κοσμήτορα (βλ. λ.) και ο χρόνος της αρχής του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Христоманос, Анастасиос — Анастасиос Христоманос греч. Αναστάσιος Χρηστομάνος Дата рождения: 8 марта 1841(1841 03 08) Ме … Википедия